χαλῇ

χαλῇ
χαλάω
Aër.
pres subj mp 2nd sg (doric)
χαλάω
Aër.
pres ind mp 2nd sg (doric)
χαλάω
Aër.
pres subj act 3rd sg (doric)
χαλάω
Aër.
pres ind act 3rd sg (doric)
χαλάω
Aër.
fut ind mid 2nd sg (doric)
χαλάω
Aër.
fut ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φρισάισεν - Κέλερ, Μαξ — (Frischeisen Köhler, Βερολίνο 1878 – Χάλη 1923). Γερμανός ψυχολόγος, παιδαγωγός και φιλόσοφος. Ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας και της παιδαγωγικής στη Χάλη. Μαθητής του Β. Ντίλτεϊ, θεωρούσε ως προνομιακό όργανο της γνώσης την αποκτημένη οπτική… …   Dictionary of Greek

  • Dobruja — Dobrudzha redirects here. For the football team, see PFC Dobrudzha Dobrich. Dobrogea redirects here. For the village in Chişinău municipality, Moldova, see Sîngera. Dobruja (dark green) within Romania and Bulgaria (light green) in Europe Dobruja… …   Wikipedia

  • χαλί — (I) το, Ν 1. τάπητας 2. φρ. «θα γίνω χαλί να μέ πατήσεις» θα σού κάνω οποιαδήποτε εξυπηρέτηση, θα κάνω ό,τι μού ζητήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hali]. (II) το, Ν σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — Ν 1. αναζητώ, ψάχνω 2. ζητώ κάτι ως δώρο ή ως δάνειο 3. επαιτώ, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. με αρχική σημ. «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι» έχει προέλθει από το αρχ. ουσ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» με μτφ. σημ. «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • Βέρνικε, Καρλ — (Carl Wernicke, Τάρνοβιτς, Πολωνία 1848 – Θουριγκία, Γερμανία 1905). Γερμανός ψυχίατρος και νευρολόγος. Διετέλεσε καθηγητής ψυχιατρικής και νευρολογίας στην Μπρεσλάβα (1890) και τη Χάλη (1904). Σημαντικές υπήρξαν οι έρευνές του σχετικά με την… …   Dictionary of Greek

  • Καπέτος, Λεωνίδας — Αγωνιστής του 1821 από την Κεφαλονιά. Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης πολέμησε στην Πελοπόννησο. Τον Οκτώβριο του 1825 μετέβη στην Κρήτη ως επικεφαλής επικουρικού σώματος μαζί με τους Χαζόπουλο, Χάλη κ.ά. Έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτάκις — Επώνυμο αγωνιστών από την Ανώπολη των Σφακιών. 1. Αναγνώστης. Εμποροπλοίαρχος. Πήρε μέρος στην επαναστατική συνέλευση στα Γλυκά Νερά των Σφακιών τον Απρίλιο του 1821. Εκλέχτηκε αρχηγός των Σφακιών και έδρασε σε ολόκληρη τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • Ρόζενκραντς, Καρλ — (Rosenkranz, 1805 – 1879). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής της θεολογίας στη Χάλη και αργότερα στο Κένιξμπουργκ. Ο Ρ. ήταν μαθητής του Χέγκελ, από τον οποίο επηρεάστηκε πολύ και εφάρμοσε το σύστημα του δασκάλου του σε όλες… …   Dictionary of Greek

  • Χουδάλης, Ιωάννης — (1783 – 1866). Κρητικός οπλαρχηγός. Πολύ νέος πήγε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου εγκαταστάθηκε ως έμπορος. Όταν άρχισε η Επανάσταση, αφού συγκρότησε σώμα αγωνιστών με δικά του χρήματα, κατέβηκε στην Κρήτη και αγωνίστηκε υπό τις διαταγές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”